Ινομυαλγία και Πόνος από λειτουργικές διαταραχές
Ινομυαλγία
Η ινομυαλγία είναι μια χρόνια πάθηση που προκαλεί πόνο και ευαισθησία σε όλο το σώμα. Επηρεάζει το μυοσκελετικό σύστημα προκαλώντας πόνο και κόπωση, ενώ μειώνεται σημαντικά το επίπεδο ζωής των ασθενών.
Οι ασθενείς με ινομυαλγία συνήθως βιώνουν συμπτώματα που έρχονται και φεύγουν σε περιόδους που ονομάζονται εξάρσεις. Συχνά είναι εξαντλητικό και δύσκολο να διαχειριστεί κάποιος την ινομυαλγία, καθώς οι εναλλαγές μεταξύ περιόδων χωρίς συμπτώματα και αιφνίδιων εξάρσεων μπορεί να είναι συντριπτικές. Η ινομυαλγία είναι πραγματική, και το ίδιο ισχύει και για τα συμπτώματα που νιώθετε.
Η αιτιολογία δεν είναι γνωστή αλλά έρευνες δείχνουν ότι ορισμένες παθήσεις υγείας, το στρες και άλλες αλλαγές στη ζωή μπορεί να την πυροδοτήσουν, ενώ έχει φανεί ότι υπάρχει κληρονομικότητα. Επηρεάζει άτομα κάθε ηλικίας, συμπεριλαμβανομένων των παιδιών, ενώ ο γυναικείος πληθυσμός εμφανίζει πολύ μεγαλύτερη συχνότητα.
Η ινομυαλγία μπορεί να προκαλέσει σωματικά, νοητικά και συναισθηματικά συμπτώματα. Τα δύο πιο κοινά συμπτώματα είναι ο πόνος και η κόπωση, ενώ μπορεί να συνυπάρχει Σύνδρομο Ευερέθιστου Εντέρου ή πόνος στην κροταφογναθική άρθρωση. Μπορεί να βιώσετε:
– Πόνο ή ευαισθησία στους μύες.
– Κόπωση.
– Πόνο στο πρόσωπο και τη γνάθο (διαταραχές κροταφογναθικής άρθρωσης).
– Κεφαλαλγίες και ημικρανίες.
– Πεπτικά προβλήματα, όπως διάρροια και δυσκοιλιότητα.
– Προβλήματα ελέγχου της ουροδόχου κύστης.
Η ινομυαλγία μπορεί επίσης να προκαλέσει νοητικά και συναισθηματικά συμπτώματα, όπως:
– Προβλήματα μνήμης.
– Άγχος.
– Κατάθλιψη.
– Αϋπνία και άλλες διαταραχές ύπνου.
Η διάγνωση γίνεται με τη φυσική εξέταση και τη λήψη ιστορικού. Δεν υπάρχει συγκεκριμένη εξέταση για τη διάγνωση της ινομυαλγίας και συνήθως βασίζεται στον αποκλεισμό άλλων αιτίων.
Οι θεραπείες περιλαμβάνουν:
– Αναλγητικά φάρμακα.
– Ασκήσεις ενδυνάμωσης.
– Ψυχολογική υποστήριξη και γνωσιακή συμπεριφορική θεραπεία.
– Αντικαταθλιπτικά.
– Ενέσεις trigger points (επώδυνων σημείων)
– Έγχυση ενδοφλέβιας λιδοκαίνης
– Xρήση TENS
Σύνδρομο Ευερέθιστου εντέρου
Το Σύνδρομο Ευερέθιστου Εντέρου (ΣΕΕ) είναι ένα σύνολο συμπτωμάτων που επηρεάζουν όλο το πεπτικό σύστημα και ιδιαίτερα το έντερο. Πρόκειται για μια κοινή, αλλά δυσάρεστη γαστρεντερική πάθηση που δεν προκαλεί βλάβες στον ιστό του πεπτικού σωλήνα και δεν αυξάνει τον κίνδυνο σοβαρότερων καταστάσεων, όπως ο καρκίνος του παχέος εντέρου. Αντίθετα, είναι μια χρόνια κατάσταση που οι περισσότεροι άνθρωποι μπορούν να διαχειριστούν μέσω αλλαγών στη διατροφή και στον τρόπο ζωής, φαρμακευτικής αγωγής και ψυχολογικής υποστήριξης.
Συχνά συμπτώματα του ΣΕΕ περιλαμβάνουν: κοιλιακό πόνο, φούσκωμα, διάρροια ή δυσκοιλιότητα, και βλέννα στα κόπρανα. Η σοβαρότητα και η συχνότητα των συμπτωμάτων μπορεί να ποικίλλουν, ενώ ενίοτε εμφανίζονται ως εξάρσεις και υφέσεις.
Η ακριβής αιτία του ΣΕΕ παραμένει άγνωστη. Ωστόσο, θεωρείται ότι μπορεί να οφείλεται σε δυσλειτουργία της επικοινωνίας μεταξύ του εγκεφάλου και του εντέρου, σε διαταραχές στην κινητικότητα του πεπτικού σωλήνα, υπερβολική ευαισθησία των νεύρων του εντέρου, ή σε αλλαγές στη μικροβιακή χλωρίδα του εντέρου. Παράγοντες κινδύνου περιλαμβάνουν λοιμώξεις, τροφικές δυσανεξίες, και στρεσογόνες καταστάσεις, καθώς και το ιστορικό κακοποίησης στην παιδική ηλικία.
Η διάγνωση του IBS βασίζεται στο ιατρικό ιστορικό και τα συμπτώματα του ασθενούς, όταν αποκλειστούν άλλες παθήσεις.
Η θεραπεία περιλαμβάνει αλλαγές στη διατροφή, άυξηση σωματικής άσκησης, τεχνικές χαλάρωσης και, σε ορισμένες περιπτώσεις, φαρμακευτική αγωγή. Συνιστάται η αποφυγή τροφίμων που προκαλούν γαστρεντερικές ενοχλήσεις, ενώ οι ασθενείς μπορεί να ωφεληθούν από τη διατροφή χαμηλής περιεκτικότητας σε FODMAP και τη λήψη προβιοτικών. Σε σοβαρότερα περιστατικά, χρησιμοποιούνται φάρμακα για την ανακούφιση του πόνου και της διάρροιας ή της δυσκοιλιότητας.
Το ΣΕΕ είναι μια δια βίου κατάσταση, αλλά με την κατάλληλη διαχείριση οι ασθενείς μπορούν να βρουν ανακούφιση. Παρότι δεν υπάρχει ίαση, τα συμπτώματα συνήθως βελτιώνονται με το χρόνο και την κατάλληλη θεραπεία, βοηθώντας τους ασθενείς να διατηρήσουν μια καλή ποιότητα ζωής.
Μπορεί να συνυπάρχει Ινομυαλγία ή πόνος στην κροταφογναθική άρθρωση.
Δυσλειτουργία Κροταφογναθικής άρθρωσης
Δυσλειτουργία της κροταφογναθικής άρθρωσης είναι μία κατάσταση που επηρεάζει τις αρθρώσεις της γνάθου, τους γύρω μύες και τους συνδέσμους. Μπορεί να προκαλέσει πόνο στη γνάθο, πονοκεφάλους και δυσκολία στο άνοιγμα και το κλείσιμο του στόματος.
Είναι αρκετά συχνή διαταραχή και μπορεί να αφορά έως και 12% του ενήλικου πληθυσμού, ενώ είναι πιο συχνό στις γυναίκες απ’ ότι στους άνδρες. Άτομα ηλικίας μεταξύ 20 και 40 ετών είναι πιο πιθανό να αναπτύξουν δυσλειτουργία κροταφογναθικής άρθρωσης.
Τα συμπτώματα ποικίλλουν ευρέως και μπορεί να περιλαμβάνουν:
– Πόνος στη γνάθο.
– Πόνος στο πρόσωπο.
– Πόνος στον αυχένα ή τον ώμο.
– Δυσκαμψία στη γνάθο.
– Δυσκολία στο άνοιγμα ή το κλείσιμο του στόματος.
– Κροτάλισμα ή αναπήδηση της γνάθου.
– Πονοκεφάλους και ημικρανίες.
– Ωταλγία.
– Οδονταλγία.
– Εμβοές (βούισμα στα αυτιά).
– Αλλαγή στον τρόπο που εφαρμόζουν τα δόντια (κακή σύγκλειση).
Η δυσλειτουργία της κροταφογναθικής άρθρωσης μπορεί να είναι αποτέλεσμα πολλών παραγόντων ή συνδυασμού παραγόντων όπως:
– Τραυματισμός στη γνάθο (π.χ., κάταγμα ή εξάρθρωση).
– Τρίξιμο ή σφίξιμο δοντιών (βρουξισμός).
– Αρθρίτιδα στην άρθρωση της γνάθου.
– Κακή σύγκλειση δοντιών.
– Στρες.
Η θεραπεία ξεκινάει με μη επεμβατικές επιλογές όπως φαρμακευτική αγωγή και ασκήσεις, ενώ σε σοβαρές περιπτώσεις μπορεί να απαιτείται παρεμβατική τεχνική.